- περονόσπορος
- Ονομασία που δίνεται σε πολυάριθμες ασθένειες των φυτών, που προκαλούνται από μικροσκοπικούς φυκομύκητες της οικογένειας των Περονοσποριδών· το φυτικό σώμα αυτών των μικρομυκήτων είναι ένα νηματοειδές μυκήλιο, που αποτελείται από υφές με πολύ αραιά διαφράγματα, οι οποίες εισδύουν στα κύτταρα των ξενιστών φυτών. Τα όργανα πολλαπλασιασμού (τα κονίδια), όταν υπάρχει έστω και πολύ λεπτό στρώμα νερού, βλαστάνουν και παράγουν ζωοσπόρια, που κινούνται με δυο βλεφαρίδες· ύστερα από λίγο χρόνο, τα ζωοσπόρια εγκαθίστανται και εκβάλλουν μυκηλιακή προβολή (λεπτό σωληνίσκο), που μπαίνει από τα στομάτια στο μεσόφυλλο, προκαλώντας μια νέα ζώνη μόλυνσης. Το παράσιτο διαχειμάζει με τη μορφή ωοσπορίων, που προστατεύονται από παχιά και σκληρή μεμβράνη· σχηματίζονται μέσα στους ιστούς του ξενιστή με γονιμοποίηση των ωογονίων από πραγματικά άρρενα όργανα: τα ανθηρίδια. Την επόμενη άνοιξη, μόλις βρεθούν σε ευνοϊκές συνθήκες (υγρασίας, θερμοκρασίας), τα ωοσπόρια δημιουργούν νέες κονιδιακές μορφές και ένα νέο κύκλο μόλυνσης.
Από τους π. που προσβάλλουν τα καλλιεργούμενα φυτά, αξιοσημείωτοι είναι ο π. του αμπελιού (πλασμοπάρα της αμπέλου). Όλα τα τρυφερά και πράσινα μέρη του αμπελιού μπορούν να προσβληθούν: φύλλα, άνθη, βλαστοί, τσάμπουρα, ρόγες· παρουσιάζονται ειδικά στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος των φύλλων με τη μορφή λευκού εξανθήματος, εξαιτίας κονιδιακών καρποφοριών του, οι οποίες εξέρχονται από τα στομάτια. Στην άνω επιφάνεια του φύλλου και σε αντιστοιχία προς τη λευκή μούχλα, εμφανίζονται κηλίδες αρχικά αποχρωματισμένες, κίτρινες, (κηλίδες ελαίου), έπειτα καστανόμαυρες, ώσπου τα φύλλα ξεραίνονται και πέφτουν πρόωρα. Όταν ακολούθως το μυκήλιο, μέσω της ράχης του βότρυος, φτάσει στις ρόγες και εισβάλει στη σάρκα, τότε οι ιστοί ζαρώνουν, μαυρίζουν και ξεραίνονται.
Οι π. του αμπελιού επισημάνθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1878 και πιστεύεται ότι είναι μύκης αμερικανικής καταγωγής, που μεταφέρθηκε στην Ευρώπη με προσβεβλημένα κλήματα. Η καταπολέμηση του π. διενεργείται κυρίως με ψεκασμούς, με το παλιό αλλά πάντοτε αποτελεσματικό φάρμακο, το βορδιγάλειο πολτό (άλατα χαλκού και ασβέστου) που, κατά τα τελευταία χρόνια, γίνεται προσπάθεια ν’ αντικατασταθεί ή να συμπληρωθεί με άλλες αντικρυπτογαμικές ουσίες (διθειοκαρβαμιδικά και άλλα προερχόμενα από το θείο). Η δημιουργία ανθεκτικών ποικιλιών (διασταυρώσεις με άγρια αμερικανικά είδη) θεωρείται σοβαρό μέτρο κατά του π. Ο π. της πατάτας είναι επίσης σοβαρή ασθένεια που οφείλεται στο μικρομύκητα φυτόφθορα η μολυσματική (οικογένεια περονοσπορίδες). Η φυτόφθορα, όπως και ο π., είναι αμερικανικής καταγωγής και προσβάλλει ευρύτατα το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργειών της πατάτας, καθώς επίσης και άλλα σολανώδη, όπως π.χ. τη ντομάτα. Αρχίζει με κιτρινομέλανες κηλίδες στα φύλλα, στην αντίστοιχη κάτω επιφάνεια των οποίων εμφανίζονται επανθήσεις λευκής μούχλας· ανάλογες καστανομαυριδερές κηλίδες παρατηρούνται στους βλαστούς και στα ανθοφόρα στελέχη, ενώ στους κονδύλους σχηματίζονται σκωριόχρωμες κηλίδες.
Άλλοι π. προσβάλλουν το μαρούλι, τα παντζάρια, το σπανάκι, τα κρεμμύδια, τον καπνό, το καννάβι κλπ., και προκαλούν, σε περιπτώσεις εκτεταμένων προσβολών, σοβαρές ζημιές σε καλλιέργειες και σπορεία.
Αμπελόφυλλο που προσβλήθηκε από περονόσπορο (πλασμοπάρα του αμπελιού). Η ασθένεια αυτή, που προσβάλλει τα πράσινα μέρη των φυτών, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες.
* * *ο, Ν1. μύκητας τής τάξης περονοσπορώδη, που αναπτύσσεται στους μεσοκυττάριους ιστούς τών φυτών2. ασθένεια που προκαλείται από τον μύκητα αυτόν3. φρ. «έπεσε περονόσπορος» μτφ. υπάρχει μεγάλη έλλειψη σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,πρβλ. αγγλ. peronospora (< περόνη + σπορά). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ιω. Λοβέρδο].
Dictionary of Greek. 2013.